- σκόντο
- το(λ. ιταλ.), έκπτωση στην τιμή: Αν ψωνίσεις από το κατάστημά μου πολλά πράγματα, θα σου κάνω σκόντο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκόντο — το, Ν άκλ. 1. έκπτωση τής τιμής εμπορεύματος ή ποσού που πρέπει να πληρωθεί 2. φρ. «κάνε σκόντο» μτφ. α) μην λες υπερβολές β) μην έχεις υπερβολικές αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sconto] … Dictionary of Greek
έκπτωση — η 1. κοινωνική ή ηθική μείωση, ξεπεσμός, κατάντια. 2. (για ηγεμόνες, ιεράρχες, αξιωματικούς), απώλεια εξουσίας ή βαθμού, εκθρόνιση, καθαίρεση: Στο βασανιστή επιβλήθηκε έκπτωση από το βαθμό του ταγματάρχη. 3. στέρηση δικαιώματος, ακύρωση σύμβασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεπιπράσκοντο — διεπιπρά̱σκοντο , διαπιπράσκω sell off imperf ind mp 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπράσκοντο — ἐπιπρά̱σκοντο , πιπράσκω export for sale imperf ind mp 3rd pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)